καθηλῶ

καθηλῶ
καθηλόω
nail on
pres subj act 1st sg
καθηλόω
nail on
pres ind act 1st sg
καθηλόω
nail on
pres subj act 1st sg
καθηλόω
nail on
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καθηλώ — καθηλῶ, όω (AM) βλ. καθηλώνω …   Dictionary of Greek

  • καθηλώνω — (AM καθηλῶ, όω, Α και κατηλῶ) 1. στερεώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο με καρφιά, καρφώνω κάτι πάνω σε άλλο («κλῑμαξ σανίσι καθηλωμένη», Πλούτ.) 2. μτφ. κρατώ κάποιον ή κάτι ακίνητο στη θέση του ή σε μία κατεύθυνση (α. «ο στρατός καθήλωσε τον αντίπαλο… …   Dictionary of Greek

  • καθήλωμα — τὸ (Α καθήλωμα) [καθηλώ] καθήλωση, κάρφωμα …   Dictionary of Greek

  • καθήλωση — η (Α καθήλωσις) [καθηλώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθηλώνω, η στερέωση με καρφιά, η προσήλωση, το κάρφωμα νεοελλ. η ακινητοποίηση, η συνεχής ή αναγκαστική παραμονή σε μια θέση, στάση ή κατεύθυνση (α. «καθήλωση στο κάθισμα» β. «καθήλωση… …   Dictionary of Greek

  • καθηλωτής — καθηλωτής, ὁ (Α) [καθηλώ] αυτός που καθηλώνει, που καρφώνει …   Dictionary of Greek

  • συγκαθηλώ — όω, Α (σχετικά με σταυρό) καρφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καθηλῶ / ώνω «καρφώνω, στερεώνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”